Ριουσούκε Χαμαγκούτσι: "Έχεις πετύχει όταν αναγκάζεις το θεατή να θέσει τις σωστές ερωτήσεις"
Ο βραβευμένος με Όσκαρ δημιουργός του «Drive my Car» μιλάει στα «α» για το «Ο Διάβολος δεν Υπάρχει», την αινιγματική οικολογική αλληγορία του η οποία απέσπασε το Αργυρό Λιοντάρι και το βραβείο κριτικών στο φεστιβάλ Βενετίας.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα αυτής της ταινίας;
Η μουσικός Έικο Ισιμπάσι, με την οποία είχαμε συνεργαστεί στο “Drive my Car”, μου ζήτησε να σκηνοθετήσω οπτικό υλικό για τις ζωντανές εμφανίσεις της. Δεν είχα κάποια ικανοποιητική ιδέα και εκείνη μου πρότεινε να προχωρήσουμε με αφηρημένες, ατμοσφαιρικές εικόνες. Πήγα στην περιοχή όπου δούλευε για να βρω κάποια έμπνευση. Ήταν μέσα στη φύση, υπέροχος, ανοιξιάτικος καιρός και, συζητώντας με τους ανθρώπους της περιοχής, βρήκα την αρχή μιας ταινίας. Αρχικά μικρού μήκους, αλλά όσο προχωρούσε η αναζήτηση των χώρων τόσο έδενε και η ιδέα, η οποία κατέληξε στο “Ο Διάβολος δεν Υπάρχει”.
Ο τίτλος είναι αινιγματικός και μάλλον ειρωνικός…
Αυτή ακριβώς ήταν η πρόθεσή μου. Να μη συνοψίζει ο τίτλος τη βασική ιδέα της ταινίας, αλλά να δημιουργεί ένα παιχνίδισμα μαζί της, να της προσδίδει εμμέσως μία επιπλέον διάσταση.
Αυτήν τη φορά έχουμε να κάνουμε με μια ταινία διαφορετικού ύφους από τις προηγούμενές σας.
Όταν προετοιμάζω τα γυρίσματα δεν ξέρω ποτέ εκ των προτέρων πως θα κινηθώ σκηνοθετικά. Η μουσική, το προϋπάρχον υλικό που είχα γυρίσει και οι χώροι που ανακάλυπτα, άλλαζαν διαρκώς το σενάριο και αυτό έβαζε καινούργιες προκλήσεις στη σκηνοθεσία.
Εδώ υπάρχουν μεγαλύτερης διάρκειας πλάνα και μεγαλύτερες σιωπές, ειδικά στο πρώτο μέρος του φιλμ. Αντίθετα, το δεύτερο, το μεσαίο μέρος μοιάζει πολύ περισσότερο με τις προηγούμενες ταινίες σας.
Δεν ήταν κάτι προαποφασισμένο. Είναι κάθε φορά η ιστορία αυτή που οδηγεί την κάμερα, αλλά και η γραφή του σεναρίου δεν προχωράει βάσει συνταγής. Ξεκίνησε σαν κάτι πιο μικρό, αναπτύχθηκε γραμμικά, αλλά ολοκληρώθηκε ως μια δομή τριών πράξεων. Στην πρώτη επικεντρωνόμαστε στη σχέση πατέρα-κόρης. Στη δεύτερη μπαίνει το θέμα της δημιουργίας του glamorous camping και υπάρχει περισσότερος διάλογος, μιας και κυριαρχεί η ανταλλαγή απόψεων. Στην τρίτη πράξη έχουμε το συνδυασμό αυτών των δύο αφηγήσεων, γι’ αυτό για μένα είναι και η πλέον ενδιαφέρουσα.
Αυτή κορυφώνεται με ένα αμφίσημο φινάλε, το οποίο μας βάζει πολλά ερωτήματα πάνω στα κίνητρα και στις πράξεις των χαρακτήρων, αλλά και τις αλληγορικές διαστάσεις όσων συμβαίνουν. Εσείς έχετε ξεκάθαρες απαντήσεις για όλα αυτά;
Δεν μπορώ να εξηγήσω πλήρως με λόγια το τέλος της ταινίας, αλλά πιστεύω πως είναι το πιο κατάλληλο. Όσο εξελίσσεται η ταινία τόσο περισσότερες πληροφορίες παίρνουμε για τους χαρακτήρες και ακόμα κι αν δεν έχουμε τελικά απόλυτα σαφείς απαντήσεις, ο θεατής θα θέσει τις σωστές ερωτήσεις και αυτό είναι το ζητούμενο. Αν συμβεί αυτό, τότε τα έχεις καταφέρει.
Είναι στους στόχους σας να αιφνιδιάζετε τους θεατές; Να μην τους δίνετε αυτό που περιμένουν;
Δεν είναι αυτοσκοπός μου, αλλά το ένστικτό μου μου λέει να μην επαναπαύομαι. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας είχαμε μια μέρα ρεπό και πετάχτηκα μέχρι το Τόκιο όπου ο Κιγιόσι Κουροσάβα, ο δάσκαλός μου, έδινε την τελευταία διάλεξή του ως καθηγητής στο πανεπιστήμιο στο οποίο φοίτησα. Τέλειωσε συμβουλεύοντας τους μελλοντικούς συναδέλφους του: “να γυρίζετε πάντα ένα πλάνο το οποίο θα εκπλήξει και σας τους ίδιους”. Επέστρεψα στο σετ έχοντας στο νου μου τα λόγια του, τα οποία συμπυκνώνουν την ιδέα να αναζητάς διαρκώς την πρωτοτυπία, το απρόοπτο. Όχι όμως ως εξαναγκασμό, γιατί ο θεατής θα νιώσει τον εκβιασμό και την πρόθεσή σου να τον ξεγελάσεις. Οπότε ενώ σκεφτόμουν τη συμβουλή του Κουροσάβα και γύρισα κάποια πλάνα τα οποία ήθελα να με ξαφνιάσουν, προτεραιότητά μου ήταν να εξυπηρετούν τη ροή της αφήγησης και την ουσία της ιστορίας.
Έχετε γυρίσει ντοκιμαντέρ και έχετε ξαναχρησιμοποιήσει ερασιτέχνες ηθοποιούς, οι οποίοι εδώ αποτελούν την πλειονότητα του καστ. Πόσο σημαντική είναι η αίσθηση του ρεαλισμού που εισφέρουν στην ταινία;
Αν τους εμπιστευτείς μπορούν να σου προσφέρουν πολλά, ενώ είναι και εξαιρετικά διασκεδαστικό να δουλεύεις με ερασιτέχνες. Χρειάζεται, όμως, ένας συνδυασμός, ο οποίος ιντριγκάρει και αυτούς και τους επαγγελματίες. Κι εμένα φυσικά… Όλοι οι κάτοικοι του χωριού είναι ερασιτέχνες, αλλά ο δήμαρχος είναι ένας πολύ έμπειρος ηθοποιός και η συνύπαρξή τους αποδείχτηκε προκλητική και ενδιαφέρουσα. Διαθέτουν ενέργεια, απρόβλεπτες ιδέες και μια ζωντάνια που πολλές φορές δεν μπορεί να τη μιμηθεί επαγγελματίας.
Η ταινία περιγράφει έναν κόσμο, ο οποίος αλλάζει με δραματικό τρόπο. Πιστεύετε πως αυτό συμβαίνει σ’ όλη τη δυτική κοινωνία και προς ποια άραγε κατεύθυνση;
Ναι, οπωσδήποτε. Και φυσικά δεν είναι κάτι το οποίο αφορά μόνο την ιαπωνική πραγματικότητα. Η ταινία περιγράφει ένα μικρό συμβάν, το οποίο όμως αντανακλά κάτι γενικότερο. Ο κόσμος μας επιταχύνει με ανεξέλεγκτη νομίζω ταχύτητα και πολύ φοβάμαι πως η πορεία μας είναι καταστροφική. Σκέφτομαι μάλιστα μήπως είναι ήδη πολύ αργά…
Πηγή: athinorama.gr