Πού επενδύουν οι Έλληνες fund managers

της Ελευθερίας Πιπεροπούλου
Η Ελλάδα διανύει μια περίοδο σημαντικής ανάπτυξης στον τομέα των κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών (VCs), με την πληθώρα διαθέσιμων funds να ενισχύει τις επενδυτικές ευκαιρίες, ιδίως στα αρχικά στάδια των startups. Κομβικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη έχει διαδραματίσει η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΑΤΕ), η οποία φιλοξενεί πλέον 33 funds στο χαρτοφυλάκιό της, καλύπτοντας όλο το φάσμα της επιχειρηματικής ανάπτυξης, από το very early stage (pre-seed) έως το πιο ώριμο growth stage.
Τα ελληνικά VCs και οι στρατηγικές τους
Στο συνέδριο “Innovation Greece 6.0: Η Καινοτομία στην Ελλάδα και οι φορείς που την υποστηρίζουν”, που πραγματοποιήθηκε στις εγκαταστάσεις του ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος, αναδείχθηκαν οι διαφοροποιημένες στρατηγικές των ελληνικών VCs όσον αφορά την αξιολόγηση και την επιλογή των startups στις οποίες επενδύουν.
Ο Θωμάς Αθανασίου, Partner του L-Stone Capital, ανέφερε ότι το VC του επενδύει κυρίως στα στάδια seed και seed plus. Η επενδυτική στρατηγική του είναι “agnostic” ως προς τους κλάδους, δηλαδή είναι ένα fund προσανατολισμένο να επενδύει στους περισσότερους κλάδους της οικονομίας, δίνοντας, όμως, έμφαση στις επιχειρηματικές υπηρεσίες, την τεχνολογία, την εκπαίδευση και τα μέσα ενημέρωσης.
Ο Γιώργος Δημόπουλος, Partner του Venture Friends, ανέφερε πως το VC ξεκίνησε το 2016 με το πρώτο του fund και σήμερα επενδύει από το τρίτο του fund. Οι επενδύσεις του επικεντρώνονται σε startups pre-seed και seed σταδίου. Αξιοσημείωτο είναι πως ιδρυτές στους οποίους είχε επενδύσει στο παρελθόν επιστρέφουν τώρα ως επενδυτές στο fund.
Ο Νίκος Καλλιαγκόπουλος, Partner του Big Pi, τόνισε πως αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα γιατί είδε πως κάτι αλλάζει στο επιχειρηματικό περιβάλλον της χώρας και ήθελε να συμμετέχει σε αυτή την αλλαγή. Το fund του επενδύει κυρίως στο seed stage, δίνοντας έμφαση σε startups με ελληνική παρουσία, ακόμα και αν οι ιδρυτές τους δεν είναι Έλληνες, σε τομείς όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η ρομποτική, τα data και η υγεία. Μέχρι στιγμής το δεύτερο fund έχει επενδύσει σε έξι εταιρείες, ενώ στόχος είναι να επενδύσει σε άλλες 10-12. Σημαντικό εύρημα είναι ότι ξένες εταιρείες και founders επιλέγουν πλέον την Ελλάδα για να ιδρύσουν και να αναπτύξουν τις επιχειρήσεις τους.
Όπως ανέφερε ο κ. Καλλιαγκόπουλος, founders που πούλησαν τις εταιρείες τους επενδύουν στα funds, συμβάλλοντας έτσι στην ενίσχυση του οικοσυστήματος. “Με αυτόν τον τρόπο έχουν δημιουργηθεί σημαντικά οικοσυστήματα στον κόσμο, όπως η Silicon Valley”, τόνισε.
Τα εμπόδια στο scaling up
Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι τα κύρια εμπόδια που εντοπίζονται στην προσπάθεια ανάπτυξης των startups δεν αφορούν πλέον τόσο τα αρχικά στάδια ανάπτυξης μιας επιχείρησης, αλλά τη φάση του scaling up, όταν μια εταιρεία χρειάζεται πολύ μεγαλύτερα κεφάλαια για να εξελιχθεί. Σύμφωνα με τον κ. Καλλιαγκόπουλο, οι startups που κατάφεραν να γίνουν unicorns αντλούν συνήθως 200-300 εκατομμύρια ευρώ. Στην Ελλάδα τέτοιες χρηματοδοτήσεις είναι εκτός πραγματικότητας, οπότε είναι σημαντικό οι founders να έχουν τη δυνατότητα προσέγγισης κεφαλαίων από το εξωτερικό.
Άλλο κρίσιμο ζήτημα είναι η έλλειψη ταλέντου, όχι σε ειδικότητες όπως developers, μηχανολόγοι ή βιολόγοι, αλλά σε τομείς όπως το marketing και οι πωλήσεις. Η ανάπτυξη ελληνικών εταιρειών που θα μπορούν να προσελκύσουν και να διαχειριστούν ταλέντο σε αυτούς τους τομείς είναι κρίσιμη.
Τέλος, η διεθνοποίηση αποτελεί ακόμα μια πρόκληση. Σύμφωνα με τον κ. Καλλιαγκόπουλο, οι startups πρέπει να ξεπεράσουν τον φόβο του ανοίγματος σε ξένες αγορές και να προχωρήσουν στην ίδρυση παραρτημάτων εκτός Ελλάδας.
Η σημασία της μεταφοράς τεχνολογίας
Ο Δημήτρης Ιακωβίδης, μέλος της ομάδας της Metavallon, εξήγησε πως το VC επενδύει από το δεύτερό του fund σε εταιρείες υψηλής τεχνολογίας, όπως οι life sciences και το digital health. Υπάρχει έντονη δραστηριότητα στη μεταφορά τεχνολογίας από τα πανεπιστήμια μέσω spin-offs.
Για την ομάδα της Metavallon, το πάθος και το κίνητρο των ιδρυτών είναι κάποιες φορές πιο σημαντικά ακόμα και από την ίδια την τεχνολογία. Όταν μια ελληνική startup πάει να ανταγωνιστεί αντίστοιχες εταιρείες του εξωτερικού, που έχουν μεγαλύτερη πρόσβαση σε κεφάλαια, το συγκριτικό της πλεονέκτημα βρίσκεται στην ποιότητα της ιδρυτικής ομάδας.
Η Δώρα Τραχανά, Partner του Uni.Fund, ανέφερε πως το VC ξεκίνησε το 2018 και τώρα διαχειρίζεται το δεύτερό του fund. Η στρατηγική του είναι διττή: επενδύσεις σε τεχνολογικές εταιρείες seed σταδίου και επενδύσεις σε spin-offs.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ερωτήματα που τέθηκε ήταν πώς ένα VC προσεγγίζει founders που δεν έχουν ακόμα έσοδα. Σύμφωνα με την κυρία Τραχανά, το VC αποτελεί μια δραστηριότητα υψηλής αβεβαιότητας και ρίσκου. Σε περιπτώσεις όπου μια εταιρεία δεν έχει ακόμα έσοδα, το fund εξετάζει στοιχεία όπως το background της ιδρυτικής ομάδας, τον τρόπο εργασίας και το feedback από συνεργάτες και πιθανούς πελάτες.
Προοπτικές για το 2025
Όπως ειπώθηκε, το 2024 ήταν μια δύσκολη χρονιά από πλευράς exits, κάτι που σχετίζεται με τη γενικότερη κατάσταση των αγορών και των Συγχωνεύσεων & Εξαγορών (M&A). Ωστόσο, υπάρχει διάχυτη αισιοδοξία ότι το 2025 οι συνθήκες θα βελτιωθούν, με αρκετές εξαγορές και αρχικές δημόσιες προσφορές (IPOs) να αναμένονται έπειτα από αρκετό καιρό.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα ελληνικά funds καλούνται να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο, όχι μόνο στη χρηματοδότηση των startups, αλλά και στην υποστήριξή τους σε θέματα scaling, εύρεσης ταλέντων και διασύνδεσης με διεθνείς αγορές.
Το ελληνικό οικοσύστημα καινοτομίας έχει εξελιχθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία, με περισσότερα funds, μεγαλύτερη διασύνδεση με διεθνείς επενδυτές και founders που επενδύουν πίσω στην ελληνική startup σκηνή. Οι προκλήσεις παραμένουν, αλλά η επόμενη ημέρα προδιαγράφεται αισιόδοξη.
Πηγή: capital.gr