Η Apollo σχεδιάζει επένδυση δισεκατομμυρίων δολαρίων στην Intel
Η Apollo ετοιμάζεται να προχωρήσει σε επένδυση δισεκατομμυρίων δολαρίων στην Intel, επιβεβαιώνοντας την εμπιστοσύνη της στη στρατηγική ανάκαμψης της εταιρείας. Σύμφωνα με πληροφορίες του Bloomberg, η επένδυση της Apollo ενδέχεται να φτάσει έως και τα 5 δισ. δολάρια στην κορυφαία κατασκευάστρια τσιπ.
Φυσικά, τίποτα δεν έχει ακόμη οριστικοποιηθεί, με όλα τα ενδεχόμενα να παραμένουν ανοιχτά – από το ύψος της επένδυσης έως την πιθανή διακοπή των συνομιλιών και των διαπραγματεύσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη, όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα. Η είδηση αυτή έρχεται σε μια περίοδο που η Qualcomm επιδιώκει την εξαγορά της Intel, κίνηση που θα μπορούσε να αποτελέσει μία από τις μεγαλύτερες συμφωνίες στην ιστορία.
Σύμφωνα με αναλυτές, μια εξαγορά από την Qualcomm είναι απίθανο να εγκριθεί από τις ρυθμιστικές αρχές, αλλά αναδεικνύει το πλήγμα στο κύρος της Intel, η οποία κάποτε κυριαρχούσε στον τεχνολογικό τομέα. Σήμερα, η Nvidia την έχει ξεπεράσει στην καινοτομία, ενώ η Taiwan Semiconductor Manufacturing (TSMC) προηγείται στη μαζική παραγωγή προηγμένων τσιπ που ικανοποιούν τις ανάγκες των εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης.
Κάτω από τη διεύθυνση του CEO Πατ Γκέλσινγκερ, η Intel σχεδιάζει ένα ακριβό πρόγραμμα ανανέωσης, εισάγοντας νέα προϊόντα με σύγχρονη τεχνολογία για να προσελκύσει περισσότερους πελάτες. Παρ’ όλα αυτά, οι επενδυτές παραμένουν επιφυλακτικοί, θεωρώντας απογοητευτικά τα οικονομικά αποτελέσματα της εταιρείας, με αποτέλεσμα να χάσει δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια από τη χρηματιστηριακή της αξία.
Η μονάδα παραγωγής τσιπ της Intel παρουσίασε λειτουργικές απώλειες 7 δισεκατομμυρίων δολαρίων πέρυσι, ξεπερνώντας τις ζημιές των 5,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων που είχαν αναφερθεί την προηγούμενη χρονιά. Πέρυσι, τα έσοδα ανήλθαν σε 18,9 δισεκατομμύρια δολάρια, μειωμένα κατά 31% σε σχέση με τα 27,49 δισεκατομμύρια δολάρια του προηγούμενου έτους. Ταυτόχρονα, ανακοινώθηκαν συνολικές ζημίες 1,6 δισεκατομμυρίου δολαρίων για το β’ τρίμηνο του 2024, καθώς και σχέδια για την κατάργηση του 15% των θέσεων εργασίας. Ο Γκέλσινγκερ είχε επισημάνει πέρυσι ότι το 2024 θα ήταν μια δύσκολη χρονιά και ότι οι συνθήκες θα αρχίσουν να βελτιώνονται από το 2027.